Διά έδαφος κήπου, την αλατότητα εδάφους και το pH, αυτό το κείμενο από τα άρθρα κηποτεχνίας και τα άρθρα κήπου διά την κατασκευή και συντήρηση κήπων, την αρχιτεκτονική κήπων, τη διαμόρφωση κήπου ή το αυτόματο πότισμα κήπου, προσδιορίζει σχετικές κηπουρικές εργασίες ή συμβουλές κηπουρικής. Όπως ισχύει διά τα υπόλοιπα κείμενα ή τα ΑΡΘΡΑ ΑΝΘΑΝΑΣΣΑ, έτσι και το παρόν άρθρο τελεί αυστηρώς υπό το καθεστώς νομικής προστασίας βάσει συμβολαιογραφικής πράξεως και σύννομων τεχνολογικών μέτρων προστασίας και διατάξεων ευρωπαϊκών Οδηγιών, νομικής βάσεως και του Νόμου περί πνευματικής ιδιοκτησίας, συγγενικών δικαιωμάτων και πολιτιστικών θεμάτων μετά των σχετικών νεωτέρων τροποποιήσεων αυτού (Ν. 2121/93, άρ. 66Α), καθώς προσδιορίζεται εις τους όρους χρήσεως του ΙΣΤΟΤΟΠΟΥ της ΑΝΘΑΝΑΣΣΑ.
Ένας κήπος προκειμένου να ευημερήσει χρειάζεται ένα κατάλληλο εδαφικό υπόστρωμα ικανό να συντηρεί και να τροφοδοτεί διαρκώς με αναγκαίες ουσίες σχεδόν όλα τα φυτά του υπαίθριου κήπου. Σήμερα, η εξέλιξη της κηποτεχνίας προσφέρει πάρα πολλές δυνατότητες επιλογών όσον αφορά στο είδος και τη θέση εγκαταστάσεως ενός υποστρώματος το οποίο θα φιλοξενεί φυτά, ακόμα και όταν αυτά δεν καλλιεργούνται στη γη. Εάν το επιτρέπουν οι κλιματολογικές και περιβαλλοντικές συνθήκες, τότε ένας κήπος σήμερα θα μπορούσε να δημιουργηθεί ακόμα και πάνω στην εξωτερική επιφάνεια των τοίχων ενός κτηρίου, αλλά αυτές οι κατασκευές χρειάζονται πάρα πολύ συγκεκριμένες προϋποθέσεις και απαιτήσεις σχετικώς με τη δημιουργία ή τη συντήρησή τους και δεν είναι πάντοτε η καλύτερη επιλογή για όλες τις περιοχές. Η ΑΝΘΑΝΑΣΣΑ, ιδιαιτέρως όταν δημιουργεί σχηματοποιημένους κήπους επάνω στο γήινο χώμα, δίδει τεράστια έμφαση στον παράγοντα ο οποίος καλείται "γήινο έδαφος" διότι προσφέρει πολλές δυνατότητες επεξεργασίας και βελτιώσεως κατά το δοκούν, παρ' όλο που απαιτείται σκληρή και κοπιαστική εργασία.
Το γήινο έδαφος, λοιπόν, που είναι η βάση ενός ιδιωτικού και ιδιόχρηστου κήπου, αποτελεί το ανώτερο και επιφανειακό στρώμα της γης. Έχει διαμορφωθεί μετά από αμέτρητα έτη γεωλογικών μεταβολών και κατά συνέπεια δεν είναι το ίδιο από άποψη δομής, διαρθρώσεως και συστάσεως σε όλα τα σημεία του πλανήτη μας. Όμως, άλλοτε συχνά ή άλλοτε λιγότερο συχνά, είναι εις θέσιν να δέχεται ή να υφίσταται αενάως τις ποικίλες κλιματικές επιδράσεις, αλλά και τις επιρροές ως αποτελέσματος της βιολογικής παρουσίας διαφόρων οργανισμών. Δεν θα ήταν υπερβολή να υποστηριχθεί ότι κατά κάποιον τρόπο συμπεριφέρεται σαν ένας οιονεί ζωντανός οργανισμός ο οποίος τελεί υπό διαρκή μεταβολή και αλληλεπίδραση με το περιβάλλον του. Αυτή η μεταβολή μπορεί να είναι ανεπαίσθητη ή να επιφέρει βελτίωση ή να προξενήσει υποβάθμιση των χαρακτηριστικών γνωρισμάτων του. Επιπροσθέτως, είναι ευκόλως αντιληπτό το ότι αποτελεί το μέσον το οποίο συγκρατεί στη θέση τους τη συντριπτική πλειοψηφία των φυτών στη γήινη επιφάνεια, ενώ ταυτοχρόνως συνιστά την αποθήκη θρεπτικών στοιχείων και νερού ώστε να χρησιμοποιούνται για να ικανοποιούν τις ανάγκες τους.
Αυτό που αποκαλούμε "έδαφος" στην ουσία απαρτίζεται από τρεις συνιστώσες ή φάσεις. Η πρώτη είναι η στερεά φάση, δηλαδή με απλά λόγια, το χώμα το οποίο αντιλαμβανόμαστε αμέσως. Η άλλη είναι η υγρή φάση, αφού μέσα στο νερό, που υφίσταται στη δομική διάρθρωση του εδάφους, βρίσκονται διαλυμένα τα αξιοποιήσιμα θρεπτικά στοιχεία. Η τελευταία τρίτη συνιστώσα είναι η αέρια, διότι μέσα στο έδαφος κυκλοφορούν χρήσιμα στοιχεία σε αέρια μορφή, όπως το οξυγόνο ή επιβλαβή στοιχεία τα οποία είναι αποτέλεσμα των λειτουργιών του ριζικού συστήματος, των μικροοργανισμών κλπ.
Στην αρχιτεκτονική κήπων και την κηποτεχνία, αλλά και στη γεωργία εν γένει διαδραματίζει υπερβολικώς σημαντικό ρόλο η γνώση της συστάσεως των εδαφών όπου λαμβάνει χώρα μία σχετική αγροτική δραστηριότης. Σε γενικές γραμμές τα καλλιεργούμενα εδάφη διακρίνονται σε ελαφρά, μέσης συστάσεως και βαριά με βάση τις διάφορες αναλογίες περιεκτικότητος σε άμμο, πηλό και άργιλο. Τα ελαφρά εδάφη στραγγίζουν καλά και γρήγορα, θερμαίνονται και ψύχονται εύκολα, το νερό και ο αέρας κυκλοφορούν με άνεση, αλλά δυσκόλως συγκρατούν το νερό και τα θρεπτικά στοιχεία επειδή ξεπλένονται ταχύτατα. Από την άλλη μεριά τα βαριά εδάφη ζεσταίνονται δύσκολα και είναι συνήθως κρύα, δεν στραγγίζουν καλά, συγκρατούν επίμονα το νερό και τα θρεπτικά στοιχεία, ενώ συνήθως είναι πιο υγρά από τα ελαφρά. Τέλος, τα μέσης συστάσεως εδάφη έχουν ενδιάμεσες ιδιότητες. Επισημαίνεται ότι ένα έδαφος για να χαρακτηρίζεται καλό και γόνιμο πρέπει να: α΄) Διαθέτει πλούσια οργανική ύλη, β΄) Έχει αρκετό βάθος, γ΄) Χαρακτηρίζεται εκ της ελλείψεως επιβλαβών μικροοργανισμών, δ΄) Χαρακτηρίζεται εκ της απουσίας της ανισορροπίας των θρεπτικών στοιχείων, ε΄) Παρουσιάζει καλή διαπερατότητα από τον αέρα και το οξυγόνο, ς΄) Είναι στραγγερό και ικανό να συγκρατεί νερό και θρεπτικές ουσίες με τρόπο που να αποδίδονται στις ρίζες με ευκολία, ζ΄) Είναι ζεστό και με καλή οξύτητα δηλαδή pH, αναλόγως των φυτών που φιλοξενεί, η΄) Χαρακτηρίζεται από κανονική ηλεκτρική αγωγιμότητα ή αλατότητα και, θ΄) Είναι χαμηλός ο υδροφόρος ορίζων.
Η ΑΝΘΑΝΑΣΣΑ υποστηρίζει ότι τα εν γένει εδάφη των ελληνικών ιδιωτικών και ιδιόχρηστων κήπων, όπως για παράδειγμα συνήθως αυτά της νοτίου Αττικής, σπανίως διαθέτουν τα απαραίτητα γνωρίσματα ώστε να χαρακτηρίζονται ιδανικά για κηποτεχνική χρήση, οπότε χρειάζονται βελτίωση με διάφορους τρόπους ή μέσα. Για αυτό πριν από οποιαδήποτε κηποποιία θα ήταν ιδανικό να λάβει χώρα μία γενική ανάλυση εδάφους, ώστε να υπάρχει εξοικείωση με τις ανάγκες του χώρου του εδάφους. Αυτές οι εδαφολογικές αναλύσεις προσδιορίζουν διάφορα γνωρίσματα του εδάφους στον κήπο μας. Η ΑΝΘΑΝΑΣΣΑ θα εστιάσει σε μερικά από τα πιο χαρακτηριστικά εξ αυτών ικανοποιώντας έτσι τις απορίες που έχουν υποβληθεί από αρκετές φίλες και φίλους της. Συγκεκριμένα θα αναφερθεί επιγραμματικώς στην οργανική ουσία, στο pH και την αλατότητα του εδάφους.
Η οργανική ουσία, συνήθως προϊόν της φυσικής και βιολογικής λειτουργίας, βελτιώνει το έδαφος και το εφοδιάζει με θρεπτικά στοιχεία ή ωφέλιμους μικροοργανισμούς τα οποία είναι αναγκαία για κάθε φυτό. Είναι ένας απολύτως αναγκαίος παράγων για να υπάρχει εύφορο έδαφος. Σήμερα τα περισσότερα εδάφη που μας ενδιαφέρουν για την κατασκευή και συντήρηση κήπων, ειδικώς στις αστικές τοποθεσίες, έχουν υποβαθμιστεί από την ανθρώπινη δραστηριότητα και περιέχουν σχεδόν μηδενική οργανική ουσία. Σχεδόν πάντοτε επιβάλλεται ο εμπλουτισμός τους με τη χρήση ειδικών σκευασμάτων. Πρέπει, όμως, να γίνεται αυτό με αξιόπιστα υλικά και όχι με αυθαίρετες πράξεις, διότι εξ αιτίας της άγνοιας μπορεί να επιβαρυνθεί το έδαφος με ρύπους ή ακόμα και να μολυνθεί με φυτοπαθογόνους οργανισμούς, όπως είναι για παράδειγμα οι φυτοπαθογόνοι νηματώδεις.
Από την άλλη μεριά, το pH χαρακτηρίζει τη συγκέντρωση ιόντων υδρογόνου σε ένα υδατικό διάλυμα. Είναι δυνατή η μέτρησή του με τη βοήθεια ειδικών οργάνων τα οποία λέγονται "πεχάμετρα" ή "pH Meters". Προσδιορίζεται σε μία κλίμακα η οποία κυμαίνεται από τον αριθμό ένα (1) έως το δεκατέσσαρα (14). Το χαμηλό pH, δηλαδή εκείνο με τιμή μικρότερη του επτά (7), χαρακτηρίζει ένα όξινο έδαφος. Αντιθέτως, το υψηλό pH με τιμή ανωτέρα του επτά (7) αντιστοιχεί στο αλκαλικό έδαφος. Σε pH ίσο με επτά (7) αντιστοιχεί το ουδέτερο έδαφος και για τα ελληνικά κηποτεχνικά δεδομένα αυτός είναι ο ιδεατός μέσος χαρακτηρισμός εδάφους ή έστω χρειάζεται να είναι ελάχιστα όξινο το έδαφος. Βεβαίως, όμως, κάθε φυτό έχει ανάγκη μίας ιδιαιτέρας και ιδανικής συγκεκριμένης τιμής pH του εδάφους όπως για παράδειγμα η γαρδένια απαιτεί pH 4,5 έως 5,5, ενώ η τριανταφυλλιά χρειάζεται pH 6 έως 7. Πρέπει να τονιστεί ότι το μέγεθος του pH επηρεάζει καθοριστικώς τη διαλυτότητα και τη δέσμευση ή αποδέσμευση των θρεπτικών στοιχείων του εδάφους με αποτέλεσμα σε συνήθεις προβληματικές καταστάσεις άλλοτε οι ρίζες να μην μπορούν να τα προσλαμβάνουν εκδηλώνοντας στα φυτά τροφοπενίες και άλλοτε να τα λαμβάνουν σε μεγαλύτερες ποσότητες οπότε παρατηρούνται τοξικότητες. Μία προβληματική τιμή pH εδάφους μπορεί να διορθωθεί με την προσθήκη κάποιων συγκεκριμένων χημικών στοιχείων και ενώσεων σε ακριβείς ποσότητες τις οποίες θα προσδιορίσει μόνο ένα κατάλληλο εδαφολογικό εργαστήριο. Η ΑΝΘΑΝΑΣΣΑ, χάριν της ενημερώσεως των φίλων της, θα μπορούσε απλώς να αναφέρει συγκεκριμένα ότι το υψηλό pH βελτιώνεται με προσθήκη θείου (S), ενώ το χαμηλό pH βελτιώνεται με προσθήκη ενώσεων ασβεστίου (Ca). Όπως προαναφέρθηκε, το pH του εδάφους μπορεί να μετρηθεί με ειδικά όργανα, αφού υπάρχουν στην αγορά τόσο μηχανήματα ακριβείας, όσο και κάποια άλλα σχετικώς αποτελεσματικά και φθηνά ή εύχρηστα. Όμως, ελλείψει τέτοιων οργάνων είναι δυνατόν να αντληθούν εμπειρικές πληροφορίες για την κατάσταση της οξύτητος ενός εδάφους, χωρίς αυτές να διακρίνονται εκ της αντικειμενικής ακριβείας, αρκεί να στάξουμε χυμό λεμονιού επάνω σε αυτό, οπότε εάν δεν αφρίσει τότε το έδαφος είναι όξινο, ενώ εάν αφρίσει είναι αλκαλικό.
Όσον αφορά στην αλατότητα εδάφους, θα μπορούσαμε να αναφέρουμε ότι αυτή προσδιορίζεται εκ της ποσότητος των διαλυμένων θρεπτικών στοιχείων στο έδαφος και κατά συνέπεια των ιόντων όπου υπάρχουν σε κυκλοφορία στις δομικές μονάδες του εδάφους. Η αλατότητα μπορεί να υπολογιστεί με τη χρήση εξειδικευμένων οργάνων τα οποία λέγονται "αγωγιμόμετρα" ή "EC Meters". Τα πιο σημαντικά άλατα είναι για παράδειγμα τα νιτρικά, του μαγνησίου, του νατρίου, του χλωρίου, τα διττανθρακικά, του ασβεστίου, τα θειικά ή τα ανθρακικά. Χαμηλή αλατότητα σημαίνει έλλειψη θρεπτικών στοιχείων στο έδαφος. Η υψηλή αλατότητα πιστοποιεί άμεση τοξική επίδραση υπερβολικής ποσότητος χημικών στοιχείων, όπως είναι το για παράδειγμα το χλώριο και το νάτριο ή προσδιορίζει υπερβολή στην ύπαρξη των διαλυμένων θρεπτικών στοιχείων του εδάφους κατά τέτοιο τρόπο ο οποίος θα εξαναγκάζει το ριζικό σύστημα με αύξηση της ωσμωτικής πιέσεως να μην μπορεί να προσλάβει σωστά το νερό και όποια άλλη θρεπτική ουσία χρειάζεται ένα φυτό. Η αλατότητα μετράται σε επιλεγμένα δείγματα χώματος από το έδαφος του κήπου έχοντας σαν μονάδα μετρήσεως συνήθως τα μmhos/cm σε 25 βαθμούς της κλίμακος Κελσίου ή µS/cm σε 25 βαθμούς της κλίμακος Κελσίου ή mS/cm σε 25 βαθμούς της κλίμακος Κελσίου. Σε συνηθισμένα χώματα όταν οι ενδείξεις του αγωγιμόμετρου είναι για παράδειγμα σε μονάδες µS/cm μεταξύ πεντακοσίων (500) και χιλίων πεντακοσίων (1500) μονάδων, τότε η αλατότητα είναι σχετικώς ικανοποιητική, διότι καλό είναι το να γνωρίζουμε ότι το εύρος των τιμών αναπροσαρμόζεται αναλόγως της καλλιεργείας και των φυτών του κήπου μας. Για παράδειγμα, μία καλλιέργεια καλλωπιστικού γκαζόν στον ελληνικό ιδιωτικό και ιδιόχρηστο κήπο με καλαμοειδή φεστούκα, δηλαδή Festuca arundinacea, προτείνεται από την ΑΝΘΑΝΑΣΣΑ η αγωγιμότητα εδάφους να μην ξεπερνάει τις χίλιες εκατό (1100) μονάδες. Αντιθέτως, κάτω από τις πεντακόσιες (500) μονάδες θεωρείται χαμηλή και πάνω από τις δύο χιλιάδες διακόσιες πενήντα (2250) μονάδες αξιολογείται ως ιδιαιτέρως υψηλή. Πρέπει να επισημανθεί το ότι αναλόγως του εδάφους άπαντα τα υπό μελέτη και έλεγχο δείγματα υφίστανται ορισμένη ειδική επεξεργασία, οπότε τα προαναφερθέντα όρια μπορούν να μεταβληθούν, οπότε για παράδειγμα ένα τυρφώδες έδαφος έχει ικανοποιητικές ενδείξεις μεταξύ τριακοσίων (300) και εξακοσίων πενήντα (650) μονάδων, χαμηλή αλατότητα κάτω από τριακόσιες (300) μονάδες και πολύ υψηλή πάνω από χίλιες (1000) μονάδες. Διευκρινίζεται ότι τα φυτά εκ φύσεως έχουν διαφορετική ανθεκτικότητα στη συγκέντρωση αλάτων στο έδαφος. Η χαμηλή αλατότητα βελτιώνεται με την ορθολογική προσθήκη λιπασμάτων, συνήθως χημικών ώστε να ελέγχεται πλήρως η δοσολογία. Αντιθέτως η υψηλή αλατότητα αποτελεί μία υπερβολικώς επικίνδυνη κατάσταση, αφού μπορεί να καταστρέψει ολοκληρωτικώς τα φυτά που διακοσμούν τον κήπο και αντιμετωπίζεται με δυσκολία απαιτώντας μεγάλο χρονικό διάστημα θεραπείας και ειδικές τακτικές κατά τις κηπουρικές εργασίες. Στην περίπτωση υπεραλατώσεως, μία επικίνδυνη κατάσταση φτάνει κυριολεκτικώς στα άκρα εάν το πρόβλημα δημιουργείται από ακατάλληλο νερό για την άρδευση του κήπου, όπως όταν για παράδειγμα προέρχεται από πηγάδι με υφάλμυρο νερό, οπότε οι λύσεις περιορίζονται κατά κανόνα είτε στην τροφοδοσία με άλλο κατάλληλο νερό (πχ βρόχινο νερό ή χρήση βυτιοφόρων), είτε στη δαπανηρή και πολλές φορές αμφιβόλου αποτελεσματικότητος χρήση ειδικών μηχανισμών αναλόγως των αλάτων και του μεγέθους του προβλήματος.
Ειδικώς όσον αφορά στο σοβαρότατο πρόβλημα της εκδηλώσεως του φαινομένου της υψηλής αλατότητος οι ενέργειες οι οποίες ενδείκνυται να γίνουν υποχρεωτικώς πρέπει να καθοδηγούνται από εξειδικευμένο και έμπειρο άτομο, αλλά και να προσαρμόζονται στις εκάστοτε ανάγκες του προβλήματος. Ενδεικτικώς θα αναφέρουμε ότι από την αρχή η αρχιτεκτονική μελέτη κήπου και η επακόλουθη συντήρηση πρέπει να μεριμνούν για την καλή αποστράγγιση των εδαφών. Εάν εμφανιστεί πρόβλημα υψηλής αλατότητος επιβάλλεται να προσδιοριστεί η αιτία της και να εντατικοποιηθούν τα ποτίσματα με κατάλληλο νερό τόσο σε συχνότητα, όσο και σε ποσότητα ώστε αυτό το κατάλληλο νερό να παρασύρει τα άλατα σε βαθύτερα στρώματα μακριά από τις ρίζες κάτι που δυστυχώς ενδέχεται να προξενήσει βλάβες στο ριζικό σύστημα των φυτών του κήπου εξ αιτίας της υψηλής υγρασίας. Όμως, απαγορεύεται το έδαφος γύρω από το βασικό ριζικό σύστημα των φυτών να ξηρανθεί και πρέπει υποχρεωτικώς να διατηρείται διαρκώς νοτισμένο ή υγρό. Εννοείται ότι πρέπει να περιοριστεί στο ελάχιστο ή και να σταματήσει η λίπανση μέχρι η αλατότητα να φθάσει σε φυσιολογικά επίπεδα. Τέλος, αξίζει να αναφερθεί ότι στην αποτελεσματική καταπολέμηση της υψηλής αλατότητος θα μπορούσε να συντελέσει η προσθήκη ειδικώς επεξεργασμένης και πολύ συγκεκριμένης δομής οργανικής ύλης στο έδαφος η οποία δρα κατά τέτοιον τρόπο ώστε να δεσμεύει κατά το δυνατόν σημαντικές ποσότητες εκ των επιβλαβών χημικών στοιχείων που προκαλούν την αλατότητα.
2009 έως σήμερα ©ΑΝΘΑΝΑΣΣΑ, Πρωτότυπες Κηποτεχνικές Διαμορφώσεις Ιδιωτικών Και Ιδιόχρηστων Κήπων