Παιδικά παραμύθια με φυτά σε διασκευή σαν το φασόλι, το άχυρο και το κάρβουνο με βάση τη λουκοπούλεια συλλογή νεοελληνικής μυθολογίας, που συστήνουμε εις τις φίλες και τους φίλους μας, αυτό το κείμενο από τα άρθρα κηποτεχνίας και τα άρθρα κήπου διά την κατασκευή και συντήρηση κήπων, την αρχιτεκτονική κήπων, τη διαμόρφωση κήπου ή το αυτόματο πότισμα κήπου, προσδιορίζει σχετικές κηπουρικές εργασίες ή συμβουλές κηπουρικής. Όπως ισχύει διά τα υπόλοιπα κείμενα ή τα ΑΡΘΡΑ ΑΝΘΑΝΑΣΣΑ, έτσι και το παρόν άρθρο τελεί αυστηρώς υπό το καθεστώς νομικής προστασίας βάσει συμβολαιογραφικής πράξεως και σύννομων τεχνολογικών μέτρων προστασίας και διατάξεων ευρωπαϊκών Οδηγιών, νομικής βάσεως και του Νόμου περί πνευματικής ιδιοκτησίας, συγγενικών δικαιωμάτων και πολιτιστικών θεμάτων μετά των σχετικών νεωτέρων τροποποιήσεων αυτού (Ν. 2121/93, άρ. 66Α), καθώς προσδιορίζεται εις τους όρους χρήσεως του ΙΣΤΟΤΟΠΟΥ της ΑΝΘΑΝΑΣΣΑ.
Όλοι γνωρίζουν το γεγονός ότι στη Φύση υπάρχουν φυτά και καρποί με διάφορα σχήματα και χρώματα. Αλλά, όμως, υπάρχουν και πολλές φίλες ή φίλοι της ΑΝΘΑΝΑΣΣΑ, που αναρωτιούνται για το πώς έγιναν όλες αυτές οι μορφές ή γιατί υπάρχουν. Οι απαντήσεις είναι πολλές και ίσως, περιπλέκουν ακόμα τα πράγματα προκαλώντας νέες απορίες. Εμείς στην ΑΝΘΑΝΑΣΣΑ, αγωνιστήκαμε πολύ, αλλά κατορθώσαμε να βρούμε μία εξήγηση έτσι ώστε κατανοήσουμε τους λόγους οι οποίοι δημιουργούν τόσα πολλά σχήματα και χρώματα. Μόνο που εξήγηση αυτή είναι λίγο περίεργη, λίγο απίστευτη ή λίγο παράξενη. Για να δούμε, λοιπόν.
Μια φορά και έναν καιρό σε μακρινό χωριό το οποίο ήταν χτισμένο στην πλαγιά ψηλού βουνού, ζούσε μία γλυκειά γιαγιούλα. Περνούσε τη μέρα της φτωχικά στο μικρό σπιτάκι και το φαγητό της δεν ήταν πλούσιο, αλλά έφτανε για να ζει καλά χωρίς να πεινάει. Της άρεσαν πολύ τα όσπρια και τα έτρωγε συχνά. Έτσι, μία ηλιόλουστη Κυριακή θέλησε να βράσει και να φάει φασόλια. Για να τα βράσει έπρεπε πρώτα να ανάψει φωτιά έξω από το παλιό ξύλινο καλυβάκι της, που βρίσκονταν στην άκρη της πλαγιάς του βουνού. Πήγε και μάζεψε μία γεμάτη αγκαλιά από άχυρα τα οποία έφερε στην αυλή και τα ακούμπησε στο ξερό χώμα. Καθώς, όμως, τα άφησε στο έδαφος ένα άχυρο ξεπετάχτηκε απότομα ανάμεσα από τα άλλα και κατρακύλησε κάτω στην πλαγιά. Τελικά, αυτό το άχυρο σταμάτησε μέσα σε μία λακκούβα. Στη συνέχεια, η κουρασμένη και ηλικιωμένη γυναίκα έφερε ξεραμένα κλαδιά και τα έβαλε πάνω στα άχυρα, άναψε φωτιά και περίμενε λιγάκι για να γινουν κάρβουνο.
Πράγματι, μετά από λίγη ώρα τα άχυρα και τα κλαδιά κάηκαν από τη φωτιά σχηματίζοντας μαυροκόκκινα, ζεστά κάρβουνα τα οποία έκαναν περίεργους θορύβους καθώς καίγονταν και ήταν ακόμα ζεστά. Άλλα σφύριζαν, άλλα χοροπήδαγαν και άλλα άνοιγαν στα δύο αχνίζοντας. Ξαφνικά, ένα από τα κάρβουνα έσκασε από τη ζέστη φθάνοντας πολύ ψηλά. Φύσηξε εκείνη τη στιγμή ένα απαλό αεράκι και αντί να ξαναπέσει στη φωτιά κατρακύλησε στην πλαγιά καταλήγοντας κοντά στο προηγούμενο άχυρο, που ήταν ακόμα μέσα στη λακκούβα.
Το άχυρο όταν είδε το αναμμένο κάρβουνο κοντά του τρόμαξε, αλλά ύστερα πήρε θάρρος και το ρώτησε πώς βρέθηκε εκεί. Το κάρβουνο ζαλισμένο από τη ζέστη στην αρχή δυσκολεύτηκε να αναγνωρίσει το άχυρο, μα τελικά του αποκρίθηκε ότι η τύχη το βοήθησε να δραπετεύσει από τη φωτιά και να σωθεί, διαφορετικά θα γινόταν στάκτη, όπως και τα υπόλοιπα ξύλα.
Η γιαγιά μόλις κατάλαβε ότι τα κάρβουνα ήταν ζεστά έβαλε επάνω τους τη σιδερένια σχάρα και ακούμπησε τη χύτρα της με το νερό για να βράσει το φαγητό της. Μετά από λίγο είδε ότι το νερό ήταν και αυτό αρκετά ζεστό, οπότε άρχισε να ρίχνει μέσα του τα φασόλια. Επειδή, όμως, η χύτρα ήταν κοντά στην άκρη της πλαγιάς φοβόταν η κακομοίρα να μην γλιστρήσει. Για αυτό στεκόταν από την άλλη πλευρά, μακριά από την κατηφόρα. Αυτό έδωσε την ευκαιρία σε ένα θαρραλέο φασόλι να βάλει τα δυνατά του και να πηδήξει μακριά από τη χύτρα προς τη μεριά της κατηφόρας προκειμένου να σωθεί. Φυσικά κατάφερε να ξεφύγει, αλλά δυσκολευόταν να σταματήσει και κατρακυλούσε γρήγορα. Στο τέλος, έπεσε και αυτό κοντά στην λακκούβα με το άχυρο και το κάρβουνο.
Καθώς εξελίχθηκαν τα πράγματα, το φασόλι, το κάρβουνο και το άχυρο βρέθηκαν μαζί μακριά από τη φωτιά. Κοιτάχτηκαν αναμεταξύ τους προσπαθώντας να πουν μία λέξη για αυτό που τους συνέβη. Το φασόλι μίλησε πρώτο λέγοντας ότι ήταν πολύ τυχερό που δραπέτευσε γιατί αλλιώς θα έβραζε μαζί με τα άλλα φασόλια καταλήγοντας στην κοιλιά της γριούλας. Ανάλογα μίλησε μετά και το άχυρο το οποίο ισχυρίστηκε ότι στάθηκε τυχερό, αφού όλα τα άλλα άχυρα κατακάηκαν. Στο τέλος, το λόγο πήρε το πυρακτωμένο κάρβουνο το οποίο αναρωτήθηκε για το τί θα έπρεπε να κάνουν από εδώ και πέρα στη ζωή τους.
Το μέλλον απασχολούσε και τους τρεις ήρωές μας. Όλοι τους σκεφτόντουσαν το πώς έπρεπε να ενεργήσουν. Τότε το φασόλι είπε ότι και οι τρεις έπρεπε να ζήσουν φιλικά, ενώ το άχυρο συμπλήρωσε ότι θα ήταν καλύτερα να φύγουν γρήγορα μακριά για να ζήσουν μόνοι τους σε ξένα μέρη όπου θα ήταν άγνωστοι και δεν θα υπήρχε φόβος να τους πιάσουν. Συμφώνησαν αναμεταξύτους και ξεκίνησαν.
Άρχισαν να περπατάνε όσο πιο γρήγορα μπορούσαν για να φθάσουν σε άγνωστους τόπους. Περνούσαν από ανηφόρες, δρομάκια και κάθε λογής εμπόδια. Ξαφνικά, όμως, ο δρόμος έφερε τους ήρωές μας μπροστά από ένα ρυάκι. Δεν είχε πολύ νερό, ούτε ήταν πολύ πλατύ, όμως ήταν πολύ μακρύ. Δεν ήξεραν από πού αρχίζει και πού τελειώνει. Προσπάθησαν να πηδήξουν ή να πάνε από άλλο δρόμο, αλλά δεν τα κατάφεραν. Όπως ήταν κουρασμένοι από το συνεχές ταξίδι τελικά το πήραν απόφαση το γεγονός ότι έπρεπε να περάσουν το ρυάκι για να συνεχίσουν.
Το άχυρο βρήκε μία καλή θέση και είπε στους συντρόφους του ότι θα τους βοηθήσει να περάσουν απέναντι κάμνοντας τον εαυτό του γεφύρι. Αλλά έπρεπε να περπατήσουν προσεκτικά έως την άλλη όχθη. Έτσι έγειρε, τεντώθηκε όσο μπορούσε και όταν ήταν έτοιμο έδωσε το σύνθημα για να περπατήσουν επάνω του. Το κάρβουνο συμφώνησε, όμως το φασόλι ήταν πιο έξυπνο και δεν ήθελε να περάσουν το ρυάκι με αυτόν τον τρόπο, αλλά τελικά υποχώρησε στο πείσμα των άλλων δύο.
Πράγματι, πρώτο άρχισε να κινείται το κάρβουνο που ακόμα άχνιζε από τη φωτιά. Περπατούσε προσεκτικά για να μην βλάψει το φίλο του, αλλά η θέα και ο ήχος του νερού δημιουργούσαν τρόμο. Όταν έφθασε στη μέση το κάρβουνο πάγωσε από την τρομάρα του και στάθηκε πολλή ώρα ακίνητο. Το άχυρο τότε άρχισε να του φωνάζει να κινηθεί γρήγορα γιατί η ζέστη το έκαιγε, αλλά το κάρβουνο είχε φοβηθεί τόσο πολύ που δεν άκουγε τίποτα. Στο τέλος το άχυρο άναψε από τη ζέστη και κόπηκε στα δύο πέφτοντας στο νερό. Μαζί με το άχυρο βυθίστηκε και το κάρβουνο το οποίο έσβησε. Στο τέλος και οι δύο παρασύρθηκαν από τα νερά.
Το φασόλι μη μπορώντας να κάνει τίποτα βλέποντας αυτήν την κατάσταση άρχισε να χαχανίζει εξ αιτίας των άμυαλων συντρόφων του οι οποίοι δεν ήταν έξυπνοι όσο θα έπρεπε. Μάλιστα, άρχισε να χαχανίζει τόσο έντονα, ώστε σε κάποια στιγμή λίγο έλειψε να ανοίξει τελείως στα δύο το σώμα του και να πεθάνει. Αλλά στάθηκε τυχερό γιατί ενώ υπέφερε από το πολύ χαχάνισμα πέρασε από δίπλα του ένας ράφτης. Αυτός είδε ότι το φασόλι είχε ανοίξει και έβγαλε αμέσως τις βελόνες με τη μαύρη κλωστή που έραβε στη δουλειά του. Έραψε τη σχισμάδα στην κοιλιά του φασολιού το οποίο από τότε αυτό και όλα του τα παιδιά έχουν μία μαύρη κοιλίτσα.
Με αυτόν τον τρόπο η ιστορία μας τελειώνει και μαθαίνουμε το πώς δημιουργήθηκαν τα πεντανόστιμα αμπελοφάσουλα ή μαυρομάτικα φασόλια.
2009 έως σήμερα ©ΑΝΘΑΝΑΣΣΑ, Πρωτότυπες Κηποτεχνικές Διαμορφώσεις Ιδιωτικών Και Ιδιόχρηστων Κήπων