Διά προβλήματα ελιάς με φυτοπαθογόνα παράσιτα έντομα στην ελιά, καθώς είναι ο δάκος ελιάς ή Bactrocera oleae ή Dacus oleae και στοιχεία για την καταπολέμηση του εντόμου, αυτό το κείμενο από τα άρθρα κηποτεχνίας και τα άρθρα κήπου διά την κατασκευή και συντήρηση κήπων, την αρχιτεκτονική κήπων, τη διαμόρφωση κήπου ή το αυτόματο πότισμα κήπου, προσδιορίζει σχετικές κηπουρικές εργασίες ή συμβουλές κηπουρικής. Όπως ισχύει διά τα υπόλοιπα κείμενα ή τα ΑΡΘΡΑ ΑΝΘΑΝΑΣΣΑ, έτσι και το παρόν άρθρο τελεί αυστηρώς υπό το καθεστώς νομικής προστασίας βάσει συμβολαιογραφικής πράξεως και σύννομων τεχνολογικών μέτρων προστασίας και διατάξεων ευρωπαϊκών Οδηγιών, νομικής βάσεως και του Νόμου περί πνευματικής ιδιοκτησίας, συγγενικών δικαιωμάτων και πολιτιστικών θεμάτων μετά των σχετικών νεωτέρων τροποποιήσεων αυτού (Ν. 2121/93, άρ. 66Α), καθώς προσδιορίζεται εις τους όρους χρήσεως του ΙΣΤΟΤΟΠΟΥ της ΑΝΘΑΝΑΣΣΑ.
Η ελιά είναι ένα ευλογημένο δέντρο το οποίο εδώ και πάρα πολλούς αιώνες χαίρει του σεβασμού των ανθρώπων. Η Ελλάδα έχει την τύχη και το προνόμιο να διαθέτει εδαφοκλιματικές συνθήκες οι οποίες είναι κατάλληλες για την καλλιέργεια ελιάς είτε με τη μορφή του παραγωγικού δέντρου, είτε σαν καλλωπιστικό φυτό το οποίο μπορεί να διακοσμεί έναν ιδιωτικό και ιδιόχρηστο χώρο πρασίνου. Όμως, ένα ελαιόδεντρο δεν παύει να είναι ένας φυτικός οργανισμός ο οποίος είναι συνεχώς εκτεθειμένος σε καταπονήσεις και επιθέσεις από φυτοπαθογόνα παράσιτα έντομα. Ένας από τους πιο σημαντικούς, επίμονους και δυσεξάλειπτους εχθρούς της ελιάς ο οποίος επηρεάζει δυσμενώς την ποσοτική και ποιοτική παραγωγή των ελαιοκάρπων είναι ο πασίγνωστος δάκος ελιάς ή δάγκνος ή λιόμυγα. Τόσο η ενοχλητική παρουσία του συγκεκριμένου εντόμου, όσο και η καταπολέμηση του συγκεκριμένου παρασίτου, ανέκαθεν απασχολούσαν τους καλλιεργητές ακόμα και από την αρχαιότητα. Το συγκεκριμένο από τα παράσιτα έντομα δραστηριοποιείται με μεγάλη ένταση στις παραμεσόγειες περιοχές, αλλά υπάρχει και σε άλλες περιοχές του πλανήτη. Στην κηποτεχνία, η επιβλαβής επίδρασή του περιορίζεται κυρίως στην αισθητική υποβάθμιση των καρπών και την ενδεχόμενη δευτερογενή ανάπτυξη φυτοπαθογόνων οργανισμών.
Ο δάκος ελιάς σαν ακμαίο, τέλειο έντομο μοιάζει με όμορφη και μικρόσωμη ξανθοφαιά μύγα μήκους περίπου πέντε χιλιοστών η οποία έχει κεφαλή με ανοικτόξανθη απόχρωση. Λόγω της ομοιότητος τής διαπλάσεως του εντόμου προς την κοινή μύγα και επειδή επιτίθεται στους καρπούς της ελαίας τον ονομάζουν και "μύγα του ελαιοκάρπου" ή "olive fruit fly". Όμως, αυτό που προκαλεί τρομακτικές ζημίες, κυρίως στους άγουρους καρπούς, δεν είναι το τέλειο ιπτάμενο έντομο, αλλά η αδηφάγα προνύμφη του η οποία δαγκώνοντας καταβροχθίζει το εσωτερικό του καρπού τον οποίον προσβάλλει. Αυτό το δάγκωμα, λέξη που προέρχεται εκ της ελληνικού ρήματος "δάκνω", έδωσε το γνωστό προσωνύμιο "δάκος" στο έντομο.
Ο γνωστός δάκος ελιάς είναι το είδος Bactrocera oleae ή αλλιώς, Dacus oleae. Στην πραγματικότητα αποτελεί ένα αρθρόποδο έντομο (Arthropoda, Insecta) το οποίο εντάσσεται στην πολυπληθή τάξη των Δίπτερων (Diptera) και συγκεκριμένα στο γένος Bactrocera. Αναλόγως των καιρικών συνθηκών και της πρωιμότητος παραγωγής των ελαιοκάρπων μπορεί να δημιουργήσει κατά κανόνα από τρεις έως έξι γενεές ανά έτος. Αρχίζει η δραστηριότητα του ακμαίου με τις πρώτες ζέστες της ανοίξεως, οπότε αυξάνει σταδιακώς η θερμοκρασία του περιβάλλοντος. Όταν ο καιρός κρυώσει μπορεί να διαχειμάσει είτε μέσα σε προσβεβλημένους καρπούς επί των ελαιοδένδρων στο στάδιο της προνύμφης, είτε στο χώμα ή στα φυτικά υπολείμματα του εδάφους ή σε σχισμές του κορμού της ελιάς με τη μορφή νύμφης συνήθως της τελευταίας ετήσιας γενεάς. Επιπροσθέτως, όταν το καλοκαίρι η σχετική ατμοσφαιρική υγρασία είναι αρκετά χαμηλή και η θερμοκρασία περιβάλλοντος υψηλή, τότε το ακμαίο περιορίζει την ένταση της δραστηριότητός του. Επομένως, οι ιδανικές συνθήκες για την εξάπλωση του δάκου είναι ο συνδυασμός υψηλής σχετικής ατμοσφαιρικής υγρασίας άνω του εξήντα τοις εκατό και υψηλής θερμοκρασίας μεταξύ είκοσι και είκοσι οκτώ βαθμών της κλίμακος Κελσίου, όπως συνήθως συμβαίνει την άνοιξη και ιδίως το φθινόπωρο. Αντιθέτως, όσο πιο ακραίες είναι οι τιμές της θερμοκρασίας εξ αιτίας της εποχής, τόσο πιο πολύ αδρανοποιείται ο δάκος ελιάς ο οποίος μπορεί ακόμα και να διακόψει την ωοτοκία του ή να απολέσει τις προνύμφες του, που καταστρέφονται σε πολύ υψηλές θερμοκρασίες.
Όταν ο καρπός της ελιάς αποκτήσει περίπου το μέγεθος ενός ρεβιθιού και σκληρύνει ο πυρήνας του, τότε γίνεται αυτομάτως υποψήφιο θύμα επιθέσεως του δάκου. Ιδιαιτέρως προς το τέλος της ανοίξεως και μέχρι τα μέσα Ιουλίου η ωοτοκία είναι έντονη. Τα δραστήρια θηλυκά τέλεια έντομα του δάκου προσβάλλουν τους πράσινους καρπούς ξεκινώντας συνήθως από τους καλύτερους και πιο μεγάλους σε μέγεθος, διανοίγοντας αρκετά αριστοτεχνικώς μικρές οπές με τσιμπήματα ή νύγματα στην επιφάνειά τους από όπου μπορούν και εναποθέτουν στο εσωτερικό από ένα αυγό ανά τρύπα, παρ' όλο που ενδέχεται αρκετά από αυτά τα τσιμπήματα να είναι τυφλά, δηλαδή να μην είναι σε θέση να προσφέρονται για ωοθεσία. Πέριξ της οπής από όπου εισήλθε το ωό του δάκου αναπτύσσεται μία μελανοκαστανή κυκλική συνήθως περιοχή. Ενίοτε, είναι δυνατόν ένας καρπός να τρυπηθεί περισσότερες της μίας φοράς από το ίδιο θηλυκό, οπότε είναι ικανός να φιλοξενήσει περισσότερα αυγά και προνύμφες. Μετά από λίγες ημέρες το αυγό εκκολάπτεται και εμφανίζεται η προνύμφη η οποία έχει μήκος περί τα επτά χιλιοστά, χρώμα γαλακτώδες και κωνική κεφαλή. Αυτή για να επιβιώσει μέχρι το επόμενο στάδιο της μεταμορφώσεώς της σε νύμφη κατατρώγει το εσωτερικό του καρπού ορύσσοντας στοές για δύο περίπου εβδομάδες οι οποίες φέρουν ειδικούς κενούς θαλάμους για τη συλλογή των περιττωμάτων. Όταν παρέλθει αυτός ο χρόνος, η προνύμφη μετακινείται πολύ κοντά στην επιφάνεια του ταλαιπωρημένου ελαιοκάρπου, ακριβώς κάτω από την επιδερμίδα του, όπου δημιουργεί αίθουσα για τη νύμφωσή της η οποία διαρκεί περίπου επτά ημέρες μέχρι να γίνει τέλειο έντομο και εξέλθει στο περιβάλλον. Αυτή η αίθουσα διαθέτει μία αποκλειστική και ειδικώς διαμορφωμένη σφραγισμένη έξοδο προς το εξωτερικό του καρπού η οποία κατασκευάστηκε επιμελώς από την προνύμφη χωρίς, όμως, να ζημιώσει την εφυμενίδα του καρπού.
Οι καρποί οι οποίοι έχουν πληγεί από δάκο ελιάς, συνήθως αποβάλλονται προώρως και καταλήγουν να σαπίζουν άχρηστοι στο έδαφος. Σε γενικές γραμμές, όταν ο καιρός είναι ξηρός ρυτιδώνονται και ξηραίνονται πρώιμα, ενώ σαπίζουν γρήγορα όταν επικρατεί υγρασία με βροχές. Μία μόνο προνύμφη μπορεί να κάνει ζημιά τρώγοντας τη σάρκα του καρπού, αλλά μπορεί να αφήσει και υγιή τμήματα, γεγονός το οποίο δεν αναιρεί την ακαταλληλότητα του καρπού. Αντιθέτως, περισσότερες προνύμφες τον αχρηστεύουν πλήρως. Από την άλλη μεριά, όπως αντιλαμβάνονται οι φίλες και οι φίλοι της ΑΝΘΑΝΑΣΣΑ, το ελαιόλαδο που παράγεται από δακόπληκτους ελαιόκαρπους είναι κατωτέρας ποιότητος εκ της αναμενόμενης τόσο στα ποιοτικά, όσο και στα ποσοτικά ή αισθητικά χαρακτηριστικά γνωρίσματά του, με επίπτωση να μην είναι ιδιαιτέρως κατάλληλο με τη μορφή εμπορεύσιμου προϊόντος το οποίο αξίζει να βρίσκεται στο τραπέζι για να καταναλωθεί όπως τα υπόλοιπα φαγητά.
Η εξόντωση του δάκου έχει κινητοποιήσει πολλούς επιστήμονες σε πάρα πολλές χώρες εξ αιτίας των οικονομικών επιπτώσεων που προκαλεί η εκτεταμένη καταστροφή των καρπών. Σε μία παραγωγική καλλιέργεια η καταπολέμησή του είναι ευκολότερη, αλλά μέσα στους αστικούς ιδιωτικούς και ιδιόχρηστους χώρους πρασίνου τα πράγματα δεν είναι τόσο εύκολα γιατί χρειάζεται ιδιαιτέρα προσοχή κατά τη χρήση των σκευασμάτων εφ' όσον βέβαια κάτι τέτοιο επιτρέπεται λαμβάνοντας κατά νου την ασφάλεια των χρηστών και του περιβάλλοντος.
Σημαντικό ρόλο στην καταπολέμηση του εντόμου διαδραματίζει ο έγκαιρος και στρατηγικά επιλεγμένος χρόνος ψεκασμού των δένδρων συναρτήσει του ποσοστού προσβολής αυτών των δένδρων, της χρήσεως ή ποικιλίας τους, της περιοχής και της ωριμάνσεως των καρπών διότι η παρουσία του εντόμου δεν συνεπάγεται αυτομάτως συναγερμό. Με ειδικές δακοπαγίδες και δειγματοληψίες από την κόμη των ελαιοδένδρων, κυρίως από τα μέσα του θέρους μέχρι το φθινόπωρο, προσδιορίζουμε τα ποσοστά της όποιας προσβολής. Εάν αυτά δεν υπερβαίνουν αναλόγως των κριτηρίων μας το τρία έως το πολύ δέκα τοις εκατό των καρπικών δειγμάτων μπορούμε να ανεχθούμε την προσβολή για οικονομικούς και περιβαλλοντολογικούς λόγους, διαφορετικώς διενεργούνται αμέσως ψεκασμοί εντομοκτόνων δακοκτόνων κατ' εκτίμηση της εξελίξεως των χαρακτηριστικών γνωρισμάτων των υπό παρατήρηση προσβολών. Κατά καιρούς έχουν αναζητηθεί διάφοροι καινοτόμοι τρόποι δακοκτονίας, όπως είναι για παράδειγμα η μέθοδος εξαπολύσεως στείρων αρρένων ατόμων ή αλλιώς μέθοδος δι' ατομικής ενεργείας, αλλά καθώς φαίνεται ο παραδοσιακός ψεκασμός με δακοκτόνο παραμένει ο πιο οικονομικός και αξιόπιστος ως προς την αποτελεσματικότητά του.
Όσον αφορά στους αποτελεσματικούς ψεκασμούς για την καταπολέμηση του δάκου ελιάς, αυτοί δύνανται να είναι δύο μορφών. Η μεν πρώτη περίπτωση έχει να κάμνει με τους ψεκασμούς καλύψεως, ενώ η άλλη μορφή ψεκασμού αναφέρεται στους δολωματικούς ψεκασμούς. Το μειονέκτημά τους και κυρίως στην περίπτωση των ψεκασμών καλύψεως, έγκειται στο ότι δεν αποκλείουν την ταυτόχρονη ανεξέλεγκτη εξολόθρευση ωφέλιμων όντων, όπως είναι τα ωφέλιμα έντομα επικονιαστές, οπότε τίποτα δεν αποκλείει το γεγονός ότι μπορεί να διαταράξουν την οικολογική ισορροπία με επίπτωση μελλοντικώς να ευνοηθούν άλλα παθογόνα παράσιτα της ελαίας σαν το λεκάνιο ή ενδέχεται να συμβάλλουν στην ανάπτυξη προϊούσας ανθεκτικότητας των υποψηφίων θυμάτων. Επιπροσθέτως, πρέπει να διενεργούνται με σεβασμό προς την κείμενη νομοθεσία, στο κατάλληλο χρονικό διάστημα πριν την καρποσυλλογή και με ευσυνειδησία προκειμένου να μην τεθεί σε κίνδυνο η υγεία των ανθρώπων.
Ο ψεκασμός καλύψεως έχει περισσότερο κατασταλτικό χαρακτήρα και εφαρμόζεται μέχρι του σημείου της απορροής επί όλου του ελαιοδένδρου με χρήση κατάλληλων και εγκεκριμένων εντομοκτόνων μέσω ειδικών ψεκαστήρων μεγάλου ή μικρού όγκου. Διενεργείται όταν η προσβολή υπερβαίνει κάποια επιτρεπτά όρια και αρκετά πριν τη συλλογή καρπών, έτσι ώστε οι τελευταίοι να μην επιβαρύνονται με επικίνδυνα υπολείμματα της δραστικής ουσίας. Επίσης, είναι δυνατό το να ψεκαστούν μεμονωμένα ελαιόδενδρα, όπου αυτό επιτρέπεται από την ισχύουσα νομοθεσία. Κατά κανόνα, δυστυχώς, αυτή η μορφή ψεκασμού επιβαρύνει το περιβάλλον και πρέπει να πραγματοποιείται μόνο όταν είναι απόλυτη ανάγκη. Από την άλλη μεριά, ο δολωματικός ψεκασμός έχει περισσότερο προληπτικό χαρακτήρα και μπορεί να διεξαχθεί από την άνοιξη όταν ο δάκος σταδιακώς εντατικοποιεί τη δραστηριότητά του. Γίνεται με συνδυασμό εντομοκτόνου και εντομοελκυστικού του δάκου ελιάς. Δεν υπάρχει λόγος να καλυφθεί πλήρως το δένδρο με ψεκαστικό υγρό, όπως επίσης ενδεχομένως να μην υφίσταται ανάγκη για ψεκασμό όλων των ελαιοδένδρων συναρτήσει της πυκνότητος φυτεύσεως.
Δυστυχώς, μέσα σε ιδιωτικούς και ιδιόχρηστους κήπους όπου οι χώροι είναι περιορισμένοι και διαμορφωμένοι κυρίως για ψυχαγωγική χρήση, ενδεχομένως να είναι πολύ επικίνδυνο το να ψεκάζονται ελαιόδενδρα τα οποία έχουν προσβληθεί από δάκο με σκοπό να αντιμετωπιστεί δραστικά το πρόβλημα, ιδιαιτέρως εάν η παρουσία των ελαιοδέντρων εξυπηρετεί κατά βάσιν αισθητικούς σκοπούς. Επιπροσθέτως, η φυτοϋγειονομική νομοθεσία ενδέχεται να είναι ιδιαιτέρως αυστηρή όσον αφορά στις ενδεδειγμένες φυτοπροστατευτικές επεμβάσεις, αναλόγως της περιοχής και εποχής και ουδείς σώφρων επαγγελματίας ο οποίος απασχολείται στην κατασκευή και συντήρηση κήπων θα διακινδυνέψει την υγεία των ανθρώπων και τη φήμη του παραβιάζοντας κανόνες ασφαλείας μέσα σε έναν ιδιωτικό και ιδιόχρηστο χώρο πρασίνου. Στην ΑΝΘΑΝΑΣΣΑ εκτιμούμε το ότι η πιο ασφαλής και ταυτοχρόνως αποτελεσματική μέθοδος για την καταπολέμηση τέτοιων εντόμων, όπως είναι ο δάκος ελιάς ή Bactrocera oleae, έγκειται στη χρήση κατάλληλων και ενδεδειγμένων δακοπαγίδων οι οποίες πρέπει να τοποθετούνται σε διακριτά και υψηλά σημεία του ελαιοδένδρου προς το εσωτερικό τμήμα της κόμης του. Τέλος, εξυπακούεται το γεγονός ότι, όπως συμβαίνει με κάθε καρποφόρο δένδρο, έτσι και στην περίπτωση της ελιάς χρειάζεται να μεριμνούμε για την εξασφάλιση των καλύτερων δυνατόν συνθηκών υγιεινής αναπτύξεως μέσα στον κήπο, λαμβάνοντας κατά νού τις ανάγκες αυτού του ταχυαυξούς και μακρόβιου φυτικού οργανισμού.
2009 έως σήμερα ©ΑΝΘΑΝΑΣΣΑ, Πρωτότυπες Κηποτεχνικές Διαμορφώσεις Ιδιωτικών Και Ιδιόχρηστων Κήπων