Διά καρπούζι ή Citrullus lanatus ή Κίτρουλλος εριώδης ή υδροπέπων και κηπευτικά με φουζαρίωση ή εμβόλια, αυτό το κείμενο από τα άρθρα κηποτεχνίας και τα άρθρα κήπου διά την κατασκευή και συντήρηση κήπων, την αρχιτεκτονική κήπων, τη διαμόρφωση κήπου ή το αυτόματο πότισμα κήπου, προσδιορίζει σχετικές κηπουρικές εργασίες ή συμβουλές κηπουρικής. Όπως ισχύει διά τα υπόλοιπα κείμενα ή τα ΑΡΘΡΑ ΑΝΘΑΝΑΣΣΑ, έτσι και το παρόν άρθρο τελεί αυστηρώς υπό το καθεστώς νομικής προστασίας βάσει συμβολαιογραφικής πράξεως και σύννομων τεχνολογικών μέτρων προστασίας και διατάξεων ευρωπαϊκών Οδηγιών, νομικής βάσεως και του Νόμου περί πνευματικής ιδιοκτησίας, συγγενικών δικαιωμάτων και πολιτιστικών θεμάτων μετά των σχετικών νεωτέρων τροποποιήσεων αυτού (Ν. 2121/93, άρ. 66Α), καθώς προσδιορίζεται εις τους όρους χρήσεως του ΙΣΤΟΤΟΠΟΥ της ΑΝΘΑΝΑΣΣΑ.
Στην ΑΝΘΑΝΑΣΣΑ πιστεύουμε ότι δεν υπάρχει αμφιβολία για το γεγονός ότι το καρπούζι είναι ένας από τους πιο δροσιστικούς καρπούς του καλοκαιριού. Χαρακτηριστικό γνώρισμά του αποτελεί η συνήθως ερυθρόχρωμη και ιδιαιτέρως απολαυστική, πλούσια, υδαρής σάρκα του η οποία μπορεί να καταναλώνεται κυρίως με τη μορφή δροσιστικού φρούτου, αναψυκτικού, ποτού ή ελαφρού φαγητού με τη συνοδεία του περίφημου τυριού της φέτας. Είναι προσφιλές φρούτο όχι μόνο στην Ελλάδα, αλλά παγκοσμίως και για αυτό η οικονομική σημασία της καλλιέργειας του φυτού της καρπουζιάς είναι μεγάλη. Όπως και πολλά άλλα κηπευτικά φυτά, έτσι και η καρπουζιά είναι δυνατό να καλλιεργηθεί στον ιδιωτικό και ιδιόχρηστο κήπο, αρκεί να υπάρχει διαθέσιμος φωτεινός χώρος για να επεκταθεί το φυτό. Ειδικώς τα μικρά παιδιά θα κατενθουσιαστούν όταν δουν στο κήπο τους να μεγαλώνουν τα τεράστια καρπούζια, όπως αντίστοιχα συναισθήματα θα καταλάβουν και όλους τους ιδιοκτήτες του χώρου πρασίνου.
Η νεοελληνική ονομασία για το φυτό της καρπουζιάς και τον καρπό της είναι "υδροπέπων". Άλλες ονομασίες με τις οποίες μπορεί κάποιος παρατηρητής να το εντοπίσει στην κοινή ελληνική γλώσσα είναι: "Σίκυς ο υδροπέπων", "πατιχιά", "πατισχιά", "πατίχα" ή "σαρακινοπέπονο". Βεβαίως, σήμερα καλλιεργείται παγκοσμίως σε μεγάλες εκτάσεις, αλλά το καλλιεργούσαν εντατικώς ήδη από την Αρχαιότητα κυρίως στην Αίγυπτο. Όσον αφορά στους αρχαίους Έλληνες ενδεχομένως να γνώριζαν την ύπαρξή του, όπως πιθανώς ο Γαληνός και ίσως να το ονόμαζαν "μηλοπέπων", παρ’ όλο που μάλλον υπάρχει διχογνωμία όσον αφορά εις τον ακριβή εννοιολογικό προσδιορισμό της συγκεκριμένης λέξεως. Όποια, όμως, λέξη και να χρησιμοποιηθεί, δεν παύει η καρπουζιά να είναι ένα ετήσιο έρπον, αλλά και ελικοφόρο αναρριχώμενο φυτό, που κατάγεται από την κεντρική αφρικανική ήπειρο. Η καλλιέργειά του στην Ελλάδα ξεκινάει από αρχές της ανοίξεως έως τις αρχές του καλοκαιριού. Το επιστημονικό όνομά του είναι Κίτρουλλος εριώδης ή Citrullus lanatus και ανήκει στην οικογένεια των Κολοκυνθοειδών (Cucurbitaceae). Φέρει χωριστά αρσενικά και θηλυκά άνθη γεγονός που σημαίνει ότι για να επιτευχθεί επικονίαση, γονιμοποίηση και τελικά παραγωγή καρπού πρέπει να μεσολαβήσει μεταφορά γύρης.
Δυστυχώς, το φυτό της καρπουζιάς είναι επιρρεπές σε φυτοπαθολογικά προβλήματα εξ αιτίας διαφόρων ασθενειών και κυρίως αυτών που σχετίζονται με το έδαφος ως προς την προέλευσή τους. Η πιο καταστροφική προσβολή η οποία είναι σε θέση ακόμα και να εξολοθρεύσει μία παραγωγική καλλιέργεια θα υποστηρίζαμε ότι αποτελεί η αδρομύκωση φουζαρίου ή φουζαρίωση. Το φουζάριο είναι μύκητας ο οποίος κυρίως φράσσει τα αγγεία του φυτού εμποδίζοντας την τροφοδοσία των υπέργειων τμημάτων σε νερό και θρεπτικά στοιχεία με επίπτωση συνήθως την ολοκληρωτική καταστροφή της καρπουζιάς. Εάν κάποια φυτά γλιτώσουν από την ασθένεια, τότε κατά πάσα πιθανότητα το μόνο που θα κατορθώσουν να προσφέρουν θα είναι η παραγωγή καρπών καρπουζιών με υποβαθμισμένα τα ποιοτικά και ποσοτικά χαρακτηριστικά της. Για αυτό καλό θα ήταν να αποφεύγουμε να καλλιεργούμε σε δύο συνεχόμενες καλλιεργητικές περιόδους φυτά καρπουζιάς στο ίδιο έδαφος εάν θέλουμε να έχουμε μεγάλη παραγωγή. Επιπροσθέτως, αξιοσημείωτη ζημία, αλλά σε μικρότερη έκταση, μπορεί να προξενήσει η προσβολή από φυτοπαθογόνο νηματώδη.
Προκειμένου να καταστήσουμε εφικτή τη γρήγορη διάθεση καρπουζιών στο καταναλωτικό κοινό γίνεται προσπάθεια έτσι ώστε να επιτύχουμε πρώιμη παραγωγή των συγκεκριμένων καρπών. Αυτό το κατορθώνουμε με την ειδική πρώιμη καλλιεργητική μέθοδο της χαμηλής καλύψεως η οποία σε γενικές γραμμές λαμβάνει χώρα με την καλλιέργεια αρχικώς υπό κάλυψη με πλαστικό των φυτών της καρπουζιάς σε χαμηλό ύψος από το έδαφος η οποία είναι δαπανηρή και απαιτητική σε νερό. Όμως, για να εξασφαλίσουμε σε κάθε καλλιεργητική περίοδο μεγάλη παραγωγή χρειάζεται: α΄) Να χρησιμοποιηθούν φυτοφάρμακα για να αποφευχθούν οι καταστροφικές επιπτώσεις των ασθενειών, αλλά ο παραγωγικός κύκλος της καρπουζιάς είναι χρονικά σχετικά σύντομος και έτσι η χρήση των συγκεκριμένων φυτοπροστατευτικών σκευασμάτων κατά των ασθενειών της καρπουζιάς μπορεί να είναι επικίνδυνη διότι συνήθως ο χρόνος δράσεώς τους είναι μεγαλύτερος, β΄) Να καλλιεργηθούν μεγάλες εκτάσεις παρθένας γης όπου δεν έχει προηγηθεί άλλη καλλιέργεια και υπάρχουν μεγάλα αποθέματα νερού, και γ΄) Να καλλιεργηθούν μεγάλες εκτάσεις γης όπου την προηγούμενη πενταετία τουλάχιστον δεν έχουμε καλλιεργήσει καρπουζιές ή άλλα κηπευτικά και υπάρχουν μεγάλα αποθέματα νερού.
Εκ των προγραφέντων καθίσταται αντιληπτό το ότι μία παραγωγή καρπουζιών η οποία θα ικανοποιεί πλήρως τις παγκόσμιες απαιτήσεις των καταναλωτών είναι δύσκολη διότι υπάρχει έλλειψη κατάλληλης γης και αρδευτικών υδάτων. Επίσης, οι φίλες και οι φίλοι της ΑΝΘΑΝΑΣΣΑ θα πρέπει να γνωρίζουν το γεγονός ότι η παραγωγή καρπουζιών δεν είναι εύκολη υπόθεση, ούτε προσφέρει εγγυήσεις από ενδεχόμενες απώλειες φυτών ή καρπών. Η επιστήμη για να μπορέσει να δώσει ταχύτατα μία λύση η οποία θα εξασφαλίζει διαρκώς μεγάλη παραγωγή και επομένως οικονομική ανταποδοτικότητα των παραγωγικών καλλιεργειών πειραματίστηκε ποικιλοτρόπως και σε πρώτη φάση κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η μοναδική σφαιρικώς συμφέρουσα λύση είναι να επέμβει στην ανάπτυξη της καρπουζιάς. Συγκεκριμένα, βρέθηκε το ότι χρειάζεται το ευπρόσβλητο από ασθένειες ριζικό σύστημα του φυτού να αντικατασταθεί από το αντίστοιχο ριζικό σύστημα ενός άλλου φυτού το οποίο θα είναι βιολογικώς συμβατό προς την καρπουζιά. Αυτό το άλλο φυτό, δηλαδή το υποκείμενο, θα μπορεί να είναι για παράδειγμα η νεροκολοκυθιά ή άλλα τελικώς υβρίδια τα οποία εμφανίζουν μεγάλη αντοχή ή ανοχή σε προσβολές από ασθένειες οι οποίες καταστρέφουν τη φυσιολογική καρπουζιά. Έτσι, δημιουργούνται πολύ συχνά με τις κατάλληλες συνθήκες θερμοκρασίας, υγρασίας, φωτός και ενδεδειγμένες τεχνικές εμβολιασμού σε φυτωριακές μονάδες παραγωγών ή βιομηχανιών διάφορα φυτά τα οποία προορίζονται για τους καλλιεργητές και έχουν ένα υποκείμενο ενωμένο με ένα εμβόλιο κάποιας επιθυμητής ποικιλίας καρπουζιάς η οποία θα καρποφορήσει παράγοντας το καρπούζι που προσδοκάει ο καλλιεργητής χωρίς να φοβάται πλέον για την υγεία των φυτών ή των καταναλωτών.
Οι εμβολιασμένες καρπουζιές θεωρητικώς προσφέρουν τα εχέγγυα για να αποφεύγονται οι χρήσεις ισχυρών φυτοφαρμάκων και παράγουν μεγάλες ποσότητες καρπών έτσι ώστε να τα καταναλώνουμε. Δυστυχώς, όμως, καλό θα ήταν να επισημάνουμε το ότι η τεχνική με το εμβόλιο ενδέχεται σε αρκετές περιπτώσεις να μας προσφέρει καρπούζι το οποίο ενώ σε μέγεθος και εμφάνιση είναι άριστο, αντιθέτως η γεύση του μπορεί να είναι κατά κάποιον τρόπο αλλοιωμένη σε σχέση με την παραδοσιακή γλυκιά γεύση που έχουμε στο μυαλό μας. Αυτό δεν αποτελεί φυτοπαθολογικό πρόβλημα, αλλά απόρροια της συνυπάρξεως και συνεργασίας δύο ενωμένων συγγενών φυτικών οργανισμών με παραπλήσια, αλλά όχι ίδια χαρακτηριστικά γνωρίσματα αναγκών ή λειτουργιών. Επομένως, η όποια αλλοίωση στη γεύση η οποία καθίσταται αντιληπτή υποκειμενικώς από τον καθένα, είναι ένα φυσιολογικό φαινόμενο και δεν υπάρχει λόγος ανησυχίας από το καταναλωτικό κοινό.
2009 έως σήμερα ©ΑΝΘΑΝΑΣΣΑ, Πρωτότυπες Κηποτεχνικές Διαμορφώσεις Ιδιωτικών Και Ιδιόχρηστων Κήπων